-
1 συναπαρτίζω
A bring to an end together with, [λόγῳ] λόγον Sor.1.126
:—[voice] Pass., come to an end together with, Alex. Aphr. in Sens.115.22.II intr., to be commensurate with, vary with, ἡ τῶν σκελῶν κίνησις (in walking)σ. τι τῇ ὁρμῇ Chrysipp.Stoic. 3.114
.2 come to an end simultaneously with, [κῶλα] μὴ συναπαρτίζοντα τοῖς στίχοις D.H.Comp.26
, cf. 22, Hermog.Inv.4.4, prob. cj. in D.H.Dem.39.3 of a place, to be of the same length as,τῇ νήσῳ Str.13.2.2
; similarly, τῷ μὴ συναπαρτίζειν τὸ ζῴδιον τῷ δωδεκάτῳ μέρει τοῦ ζῳδιακοῦ Sch.Arat.545.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναπαρτίζω
См. также в других словарях:
συναπαρτίζω — ΝΜΑ απαρτίζω, συνθέτω κάτι από πολλά μέρη ή στοιχεία αρχ. 1. καθιστώ κάτι άρτιο μαζί με κάποιον 2. έχω το ίδιο μέγεθος με άλλον («αἱ Κάνναι... ἀντίκεινται τῇ νήσῳ καὶ συναπαρτίζουσι», Στράβ.) 3. (αμτβ.) α) είμαι ανάλογος, σύμμετρος προς κάποιον ή … Dictionary of Greek